Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γελουν και τ'

  • 1 γελώ

    (α) (αόρ. (ε)γέλασα, παθ. αόρ. (ε)γελάστηκα) 1. αμετ.
    1) смеяться;

    γελώ με την καρδιά ( — или ψυχή) μου — смеяться от души;

    γελώ με κάποιον, κάτι — смеяться над кем-л., чём-л.;

    κάνω κάποιον να γελάσει — смешить кого-л.;

    γελώ χωρίς όρεξη — смеяться сквозь зубы;

    2) улыбаться;
    αυτή μού γέλασε она мне улыбнулась; 3) радоваться, сиять от радости;

    γελούσε ολόκληρος απ' τη χαρά του — он весь сиял от радости;

    γελούν και τ' αυτιά του — он вне себя от радости;

    § είναι γιά να γελας και να κλαις — и смех и грех;

    γελώ κάτω απ' τα μουστάκια ( — или από τα χείλη) μου — посмеиваться в усы, про себя;

    είναι γιά να γελάν οι κόττες — курам на смех;

    2. μετ.
    1) смеяться, насмехаться (над кем-л.); разыгрывать (кого-л.);

    όλοι τον γελούν — над ним все смеются;

    2) обманывать, надувать;
    με γέλασαν στα χαρτιά меня надули в карты; 3) обманывать; совращать, соблазнять;

    γελιέμαι, γελιούμαι

    1) — обманываться, ошибаться, заблуждаться;

    2) быть обманутым (о девушке, женщине);

    § βγαίνω γελασμένος — прогадать, просчитаться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γελώ

  • 2 αφτί

    το
    1) ухо;

    γαϊδουρίσια αφτια — ослиные уши;

    βουλώνω τ' αφτιά — затыкать уши;

    βουίζουν τ' αφτιά μου — в ушах звенит;

    τραβώ τ' αφτία — или πιάνω από τ'αφτί — драть за уши;

    2) слух;

    έχω γερό αφτί — иметь хороший слух;

    τρυπ τ' αφτιά — резать слух;

    δεν έχω (μουσικό) αφτί — не иметь (музыкального) слуха;

    4) ручка, ушко (сосуда, сумки и т. п.);

    βάζω αφτί — прислушиваться;

    τεντώνω ( — или τσιτώνω, στήνω, στυλώνω) τ' αφτί ( — или τ' αφτιά) — или 2χω τεντωμένο τ' αφτί — или έχω τεντωμένα τ' αφτια — с) навострить уши, насторожиться; — б) держать ухо востро;

    έχει τσιτωμένα τ' αφτιά του — у него ушки на макушке;

    είναι περήφανο τ' αφτ μου — быть тугим на ухо;

    κάτι πήρε τ' αφτί μου — я что-то слышал об этом (краем уха);

    μου πήρες τ' αφτιά με τίς φωνές σου — у меня барабанные перепонки лопнут от твоего крика;

    αφτί καί μάτι ( — держи) ушки на макушке, смотри в оба;

    δεν πιστεύω (σ)τ' αφτιά μου — не верить своим ушам;

    λέγω ( — или ψιθυρίζω) κάτι στο αφτί — говорить что-л, на ухо, нашёптывать;

    του το σφύριξαν στ' αφτί — это ему подсказали;

    κοκκινίζουν τ' αφτιά από ντροπή — а) покраснеть до ушей от стыда; — б) уши вянут;

    φτάνω στ' αφτιά κάποιου — доходить до чьйх-л. ушей; — становиться известным кому-л.;

    ρίχνω ( — или κατεβάζω) τ' αφτιά — поджать хвост, испугаться;

    απ' το στόμα σου και στού Θεού τ' αφτί — да сбудутся твои слова;

    από τ' αφτί και στο δάσκαλο — поспешно, наспех, живо;

    μου 'φάγε τ' αφτιά — он мне все уши прожужжал, протрубил;

    δεν ιδρώνει τ' αφτί του — он и ухом не ведёт; — он и в ус не дует;

    του μπήκαν ψύλλοι στ' αφταφτb7)αφτιά — его охватило подозрение; — он начал беспокоиться;

    είμαι (или γίνομαι) όλος αφτιά превращаться в слух, слушать во все уши;

    γελουν και τ' αφτιά μου — быть вне себя от радости;

    από το 'να αφτί του μπαίνει κι' από τ' άλλο βγαίνει — погов, у него в одно ухо влетает, в другое вылетает;

    κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει погов, сытый голодного не разумеет;
    κι' οι τοίχοι έχουν αφτιά погов, и у стен есть уши

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αφτί

См. также в других словарях:

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για …   Dictionary of Greek

  • αγέλαστος — Επώνυμο δύο αξιωματούχων του Βυζαντίου. 1. Γεώργιος (14ος αι.). Ένας από τους πέντε επιτρόπους (δεπουτάτους) της Χίου, που το 1346 αντιστάθηκαν γενναία στην επίθεση των Γενουατών. Τελικά όμως αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να παραδώσουν το… …   Dictionary of Greek

  • Δηιόκης — (; – 653 π.Χ.). Ο πρώτος βασιλιάς των Μήδων (710; 653 π.Χ.). Ήταν γιος του Μήδου φύλαρχου Φραόρτη. Ο Δ. δημιούργησε το πρώτο ενιαίο μηδικό κράτος, όταν ανακηρύχθηκε βασιλιάς και ίδρυσε την πόλη Εκβάτανα, την οποία όρισε πρωτεύουσα. Κλείστηκε όμως …   Dictionary of Greek

  • γελωτοποιός — ο ο παλιάτσος, ο διασκεδαστής που με τις κινήσεις και τις εκφράσεις του κάνει τους άλλους να γελούν: Τους βασιλιάδες συνήθως διασκέδαζαν οι γελωτοποιοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»